επίπλουν
Смотреть что такое "επίπλουν" в других словарях:
ἐπίπλουν — ἐπίπλοος 2 sailing against masc acc sg (attic) ἐπιπλέω sail upon imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἐπιπλέω sail upon imperf ind act 1st sg (attic epic doric) πίμπλημι fill imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) πίμπλημι fill imperf … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτόναιο — Ορογόνος μεμβράνη, που καλύπτει την κοιλιακή κοιλότητα και μεγάλο μέρος των περιεχομένων σ’ αυτήν οργάνων επειδή αποτελείται από ένα μοναδικό φύλλο, όταν αναδιπλώνεται από τα τοιχώματα της κοιλιακής κοιλότητας προς τα διάφορα όργανα κι όταν περνά … Dictionary of Greek
OMENTUM — Hebr. Gap desc: Hebrew, i. e. operiens, Levitici c. 9. v. 19. Ex ariete (obtulerunt) caudam operientem, et renes, ubi subintelligenda intestina: Ventriculum enim atque intestina pingui ac tenui omento integi, dicit Plin. l. 11. c. 37. Unde est,… … Hofmann J. Lexicon universale
επίπλοον — και επίπλουν, το ή επίπλοος και επίπλους, ο (Α ἐπίπλοον και ἐπίπλουν ή ἐπίπλοος και ἐπίπλους) ανατ. το δέρτρον*. ο λιπώδης υμένας που καλύπτει την κοιλιά και τα σπλάγχνα, κν. σκέπη, μπόλια, τσίπα νεοελλ. ονομασία τών διπλώσεων τού περιτοναίου που … Dictionary of Greek
PAEAN — hymnus in laudem Apollinis, sicut Dithyrambus in laudem Bacchi, qui teste Polluce, post victoriam, nonnumquam etiam avertendorum malorum causa cani solebat. Καταχρηςτικῶς autem, pro omni Deorum laude, ponitur. Unde opous suum Pindarus, de Deorum… … Hofmann J. Lexicon universale
TRIERARCHUS — in Rep. Atheniensi dicebatur, qui navem bellicam armamentaque navalia et eius generis alia, praebebat. Ulpianus, Τριήραρχός ἐςτιν ὁ ναῦν παρεχόμενος πολεμικην` καὶ οκεύη τῇ νηΐ καὶ ὅσα τοιαῦτα. Cui muneri obeundo ditissimi quique assignabantur,… … Hofmann J. Lexicon universale
επίπλους — (I) ο (Α ἐπίπλους) [πλους] ο πλους εναντίον κάποιου, η έφοδος, η επίθεση πλοίου ή στόλου εναντίον άλλου εχθρικού («μὴ διαφύγοιεν πλέοντες τὸν ἐπίπλουν σφῶν οἱ Ἀθηναῑοι», Θουκ.) αρχ. (σπαν., χωρίς εχθρ. σημ.) ο πλους προς κάποιον, η προσέγγιση… … Dictionary of Greek
μείζων — ον, θηλ. και μείζονα (ΑM μείζων, ον και μειζότερος, Α και μειζονώτερος και, ιων. τ. μέζων, δωρ. τ. μέσδων, βοιωτ. τ. μέσσων, Μ και μειζονότερος, έρα, ον) 1. ο μεγαλύτερων διαστάσεων, περισσότερος από το συνηθισμένο ή από όσο πρέπει 2. μεγαλύτερος … Dictionary of Greek
μεσογάστριο — Το πλατύ αρχέγονο μεσεντέριο, που περικλείει τον εντερικό σωλήνα (από τον οποίο αναπτύσσεται το στομάχι), στο έμβρυο. Από το μ. σχηματίζεται το μείζον επίπλουν και διαπλάθεται στο εσωτερικό του ο σπλήνας. Η ίδια ονομασία χρησιμοποιείται και για… … Dictionary of Greek